- πάγκυφος
- πάγκυφοςquite crookedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πάγκυφος — πάγκυφος, ον (Α) 1. εντελώς κυφός, τελείως κυρτός, καμπουριασμένος 2. φρ. «πάγκυφος ἐλαία» η ιερή ελιά τής Ακροπόλεως η οποία ονομάστηκε έτσι εξαιτίας τού συνεστραμμένου σχήματος τού κορμού και τής κυφότητας που παρουσίαζε. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * +… … Dictionary of Greek
АТТИКА — • Attĭca, ή Άττική (от ακτή, вместо ακτική), называлась раньше также Άκτή, «прибрежная страна», а у поэтов Μοψοπία, или Ίωνία, или Ποσειδωνια и была важнейшей из 8 областей, составлявших собственную (среднюю) Элладу. Она имела форму … Реальный словарь классических древностей
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek